φίλοικος

φίλοικος
-ον, Α
αυτός που τού αρέσει να μένει στο σπίτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + οἶκος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • οίκος — ο (ΑΜ οἶκος) 1. οικία, σπίτι (α. «έγινε κατ οίκον έρευνα» έγινε στο σπίτι κάποιου έρευνα από αστυνομικές αρχές β. «ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου», ΚΔ) 2. γένος, γενιά, οικογένεια (α. «ο οίκος τών Κομνηνών» β.… …   Dictionary of Greek

  • ԸՆՏԱՆԱՍԷՐ — ( ) NBH 1 0783 Chronological Sequence: 6c ա. φιλοίκος familiarium amans Սիրօղ ընտանեաց. բարեսէր առ մերձաւորս. *Ընտանասէր (ա՛յլ ձ. ընտանեսէր) գոլն, եւ բարեկամասէր, եւ ընկերասէր եւ օտարասէր. Արիստ. առաք …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”